- φύω
- ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω2. μέσ. φύομαι(κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαιαρχ.1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ' ὄχθαισιν ποταμοῑο», Θεόκρ.)β) έχω απογόνους («ὧς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει», Ομ. Ιλ.)2. (για τη γη) αναδίδω, παράγω3. (για πρόσ. και σχετικά με την ανάπτυξη διαφόρων μερών τού σώματος) εμφανίζω στην επιφάνεια, βγάζω («φύει πώγωνα», Ηρόδ.)4. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρα) γεννώ («Διὸς... τοῡ με φύσαντος», Σοφ.)5. εκκλ. (για τον Θεό) δημιουργώ6. μτφ. παρέχω κάτι ή επιφέρω σε κάποιον κάτι (α. «θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῑς, ὅταν κακῶσαι δῶμα... θέλῃ», Αισχύλ.β. «αὑτῷ πόνους φῦσαι», Σοφ.)7. (κυρίως το παθ.) α) αναφύομαι («τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν», Ομ. Ιλ.)β) (για πρόσ.) γεννώμαιγ) έχω από τη φύση μια ιδιότητα («κακὸς πέφυκα», Σοφ.)δ) (με απρμφ.) έχω από τη φύση την κλίση και, κυρίως, την ικανότητα να κάνω κάτι, είμαι γεννημένος για κάτι («φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῡτα φωνεῑν», Σοφ.)ε) είμαι επιρρεπής σε κάτι («καὶ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς», Αριστοτ.)στ) γίνομαι («πιστοὺς φύσει φύεσθαι», Ξεν.)ζ) είμαι από τη φύση προορισμένος να τύχω σε κάποιον, είμαι η μοίρα κάποιουη) μτφ. προκόβω («Φίλιππος... κατὰ πάντων ἐφύετο», Δημοσθ.)8. (ως τριτοπρόσ.) πέφυκεν ή ὡς πέφυκεείναι φυσικό9. (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ φύσαςο πατέρας10. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) οἱ φύσαντεςοι γονείς11. φρ. α) «φρένας φύω» — βάζω μυαλό (Σοφ.)β) «δόξαν φύω» — αποκτώ δόξα ή έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου (Ηρόδ.)γ) «ἔν τ' ἄρα οἱ φῡ χειρί»μτφ. (σχετικά με εγκάρδιο χαιρετισμό) έπιασε δυνατά το χέρι του (Ομ. Ιλ. και Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φύω / φύομαι και η οικογένειά του ανάγονται σε ΙΕ ρίζα με σημ. «μεγαλώνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι», η οποία απαντά και με τη μονοσύλλαβη μορφή *bheu- αλλά και με δισύλλαβη μορφή *bhew-ә / *bhw-eә- / *bhu-ә- με λαρυγγικό φθόγγο στη δεύτερη συλλαβή, ο οποίος, όμως, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια. Ο ενεστ. φῠω / φῠομαι, με βραχύ -ῠ μπορεί να ερμηνευθεί ικανοποιητικά με την αναγωγή του στη μηδενισμένη βαθμίδα *bhῠ- τής μονοσύλλαβης ρίζας *bheu- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhavati «αυτός είναι» από την απαθή βαθμίδα), ενώ και ο αιολ. τ. φυίω έχει σχηματιστεί από την ίδια ρίζα με ρηματ. κατάλ. -jω (πρβλ. και λατ. fio «γίνομαι», αρχ. αγγλ. beo «είμαι»). Ωστόσο, αρχαιότερος τ. τού ρηματ. αυτού συστήματος θα πρέπει να θεωρηθεί ο τ. τού αορ. ἔφυν, με μακρό -ῡ-, ο οποίος έχει σχηματιστεί από μορφή ρίζας *bhū- / *bhuә- (πρβλ. αρχ. ινδ. abhũt, λατ. fuit), από την οποία έχει προέλθει και ο παρακμ. πέφῡκα (ο οποίος, όμως, μπορεί να έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση τού ἔφῡν), καθώς και οι τ. φῡμα (πρβλ. αρχ. ινδ. bhuman- «γη»), φῡλή / φῡλον*, φῡσί-ζοος*. Το μεγάλο, όμως, μέρος τους τα παρ. τού ρ. φύω / φύομαι εμφανίζουν θ. φῠ-, με βραχύ -ῠ-, το οποίο αρχικά έχει προέλθει με βράχυνση τού -ῦ- προ άλλου φωνήεντος, πρβλ. ἰχθῡς: ἰχθῠος (πρβλ. φῠή, τα σύνθ. σε -φυής και -φυάς), στη συνέχεια, όμως, γενικεύθηκε και απαντά κατ' αναλογία, αντί τού αναμενόμενου -ῡ-, και σε τ. όπου ακολουθεί σύμφωνο: φῠτός* (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūta-), φύσις* (πρβλ. αρχ. ινδ. bhuti- «ευημερία, λιθουαν. būtis «ύπαρξη»), φῠταλιά, φύτλη, φύτρον. Το ρ. φύω / φύομαι εντάσσεται σε μια σημαντική οικογένεια τής ΙΕ η οποία διατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είτε με την αρχική σημ. «μεγαλώνω, αυξάνομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhumī- «γη, έδαφος», αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτά», αλβαν. bime «φυτό», αρμεν. busanim «παράγω, αναπτύσσω») είτε, κατ' επέκταση, με τη σημ. «γίνομαι, υπάρχω» (πρβλ. αρχ. ινδ. abhūt «υπήρξε», λατ. fui, παρακμ. τού ρ. sum «είμαι»).ΠΑΡ. φυή, φύμα, φύση, φύτρααρχ.φύος, φυταλιά, φυτάλιος, φυτήρ, φύτλη, φύτλον, φυτός, φύτωρνεοελλ.φύτρο.ΣΥΝΘ. αναφύω, εκφύω, επιφύω(-ομαι), προσφύω(-ομαί), συμφύω, υποφύω(-ομαι)αρχ.αντεκφύομαι, αντεμφύομαι, αντιφύω, αποφύω, διαφύομαι, διεκφύω, διεμφύομαι, εγκαταφύω, εμφύω, εξαναφύομαι, επαναφύω, καταφύω, κατεπιφύω, μεταφύομαι, παραναφύω, παραφύω, παρεμφύομαι, περιφύω, προσεμφύω, προσπαραφύομαι, προφύομαι, συμπαραφύομαι, συναποφύω, συνεκφύομαι, συνεμφύω, συνεπιφύομαι, συνυποφύομαι, υπαναφύομαι, υπεκφύομαι, υπερφύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.